- ἀνταλλάγματος
- ἀντάλλαγμαthat which is givenneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγοράζω — εξαγόρασα, εξαγοράστηκα, εξαγορασμένος, μτβ. 1. αγοράζω κάτι από άλλον ολόκληρο, στο ακέραιο, αποκτώ πλήρη κυριότητα με αγορά: Εξαγόρασε το μερίδιο του συνεταίρου του. 2. απελευθερώνω κάποιον με καταβολή λύτρων ή κάποιου ανταλλάγματος, λυτρώνω. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλλοτρίωση — Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… … Dictionary of Greek
συγκοινωνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοινωνία («συγκοινωνιακά μέσα») 2. φρ. α) «συγκοινωνιακό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων β) «συγκοινωνιακή οικονομία» η συστηματική… … Dictionary of Greek
χρηματοδοτώ — χρηματοδοτῶ, έω, ΝΜ [χρηματοδότης] δίνω χρήματα νεοελλ. παρέχω, έναντι ορισμένου ανταλλάγματος, τους αναγκαίους για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικούς πόρους … Dictionary of Greek